Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Κυριακή Γ' Ματθαίου

Ευαγγέλιο- Απόστολος. Ομιλία (ΙΗ΄)  του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Γ΄ Ματθαίου: Ματθ. ς΄ 22-33
Εἶπεν ὁ Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλ­μός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγον­τες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
ΜΗΝ ΑΓΩΝΙΑΤΕ!
«Μὴ οὖν μεριμνήσητε... οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων»
   Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὴν ἐποχή μας τὸ ἄγχος ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς συχνὸ φαινόμενο ἀλλὰ πραγματικὴ μάστιγα! Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν καθημερινὴ ἐπιβίωση, τὸ αὐξανόμενο φάσμα τῆς ἀνεργίας, οἱ προβλέψεις γιὰ ἕνα δυσοίωνο μέλλον καὶ πολλοὶ ἄλλοι λόγοι συν­τελοῦν, ὥστε νὰ δημιουργοῦν μέσα στὴν ψυχὴ ἔντονη ἀνησυχία καὶ ἀγωνία. Ὡστόσο ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νὰ ἀποβά­λουμε κάθε παρόμοια ἀνησυχία: «Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄ­ζετε τούτων ἁ­­­­πάντων», μᾶς λέει. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀγωνιᾶτε, διότι ὁ Οὐράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ὅλες τὶς ἀ­νάγκες σας καὶ συν­επῶς θὰ τὶς καλύψει Ἐκεῖνος.
   Ἀξίζει λοιπὸν νὰ ὑπογραμμίσουμε τρία σημεῖα μὲ βάση τὸν ἐνθαρρυντικὸ αὐτὸ λόγο τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα πολὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἄγχους.
1. ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΑΣ
   Ὁ Θεὸς ὡς Πάνσοφος καὶ Παντογνώστης γνωρίζει ὅλες τὶς ἀνάγκες μας, μικρὲς καὶ μεγάλες. Αὐτὸ σημαίνει ἡ λέξη «οἶδε»: Γνωρίζει ὁ Θεός! Καὶ τὰ μεγάλα προβλήματα καὶ τὰ μικρά. Καὶ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν καταλαβαίνει καὶ μόνοι μας παλεύουμε νὰ τὰ ξεπεράσουμε. Ὅλα τὰ γνωρίζει ὁ Θεός. Τίποτε δὲν τοῦ διαφεύγει, ἀκόμη καὶ οἱ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς βεβαίωσε ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μας εἶναι μετρημένες· «πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. ι΄ 30, Λουκ. ιβ΄ 7)· πρά­γμα ποὺ φανερώνει ὅτι ὁ Θεὸς προνοεῖ καὶ φροντίζει ἀκόμη καὶ γι’ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ἐμεῖς δὲν δίνουμε καθόλου σημασία. Εἶναι αὐτονόητο λοιπὸν ὅτι γνωρίζει τὶς ἐπείγουσες καὶ μεγάλες ἀνάγκες μας καὶ ἐνδιαφέρεται πολὺ περισσότερο γι’ αὐτὲς καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας! Τὸ ἄγρυπνο βλέμμα του μᾶς παρακολουθεῖ στοργικὰ καὶ ἐγγυᾶται τὴ διαρκὴ προστασία μας, διότι ὅπως λέει κι ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός: Ποτὲ δὲν κλείνει μάτι ὁ Θεός! «Οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ» (Ψαλμ. ρκ΄ [120] 4). Γι’ αὐτὸ καὶ κοντά του αἰσθανόμαστε ἀπόλυτη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα.
2. ΜΑΣ ΑΓΑΠΑ
   Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς ἀσφάλειας αὐξάνεται ἀκόμη περισσότερο ὅταν σκεφθοῦμε ὅτι Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά μας εἶναι ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας! Τὸ λέμε καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε στὴ γνωστὴ προ­σευχή: «Πάτερ ἡμῶν...». Ἄραγε ἔχουμε συνειδητοποιήσει τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «Πάτερ ἡμῶν»; Εἶναι Πατέρας μας ὁ πανάγαθος Θεός, κι ἐμεῖς παιδιά του ἀγαπημένα. Εἶναι Πατέρας μας καὶ μᾶς ἀγαπᾶ μὲ μία τέλεια ἀγάπη, ἀσύλληπτη γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ ἀσύγ­κριτη μὲ καθετὶ στὸν κόσμο. 
   Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Κύριος: Ποιὸς πατέρας ἀπὸ σᾶς, ὅταν ὁ ­γυιός του τοῦ ζητήσει ψωμί, θὰ τοῦ δώσει πέτρα; Ἢ ὅταν τοῦ ζητήσει ψάρι, ἀντὶ γιὰ ψάρι θὰ τοῦ δώσει φίδι;... Ἂν λοιπὸν ἐ­­­σεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐνῶ εἶστε ἁμαρτωλοὶ γνωρίζετε νὰ δίνετε ὅ,τι εἶναι χρήσιμο καὶ ὠφέλιμο στὰ παιδιά σας, πόσο περισσότερο ὁ Οὐράνιος Πατέρας θὰ δώσει πλούσια τὰ ἀγαθά του σὲ ὅσους Τοῦ τὰ ζητοῦν; (Λουκ. ια΄ 11-13).
3. ΑΥΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ
   Δὲν εἶναι ὅμως μόνο ὅτι ὁ Θεὸς ὡς Παν­τογνώστης γνωρίζει τὶς ἀνάγκες μας καὶ ὡς Πατέρας μᾶς ἀγαπᾶ. Εἶναι καὶ τὸ ὅτι ὡς παντοδύναμος Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει! Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο σημαντικὸ στοιχεῖο ποὺ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε: ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νὰ γνωρίζουν κι ἄλλοι τὰ προβλήματά μας, καθὼς τὰ μοιραζόμαστε μαζί τους. Μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαποῦν καὶ νὰ μᾶς συγ­κινεῖ ἡ ἀγάπη τους. Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ δώσει πρα­γματικὰ λύση στὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ ἀντι­μετωπίζουμε; Ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἐγγυηθεῖ ὅτι τίποτε δὲν θὰ μᾶς λείψει; Μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός. Διότι «παρὰ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι» (Ματθ. ιθ΄ 26). Ὅλα εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ τότε λοιπὸν ποὺ βλέπουμε ὅτι οἱ δυσκολίες εἶναι ἀξεπέραστες καὶ τὰ πράγματα στενὰ ἀπὸ παντοῦ, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε! Ὁ Θε­ὸς στὸν Ὁποῖο πιστεύουμε εἶναι ὁ ἴδιος Θεὸς ποὺ ἄνοιξε δρόμο στὴν Ἐρυθρὰ θά­λασσα γιὰ τὸν ἐκλεκτὸ λαό του. Εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἔθρεψε τοὺς Ἰσραηλίτες μέ­σα στὴν ἔρημο. Εἶναι Αὐτὸς ποὺ αἰῶνες τώρα ἐπιτελεῖ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ στὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας καὶ στὴν ­ἱστορία τοῦ ἔθνους μας, ὥστε νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν μὲ τὸν ὑπέροχο ψαλμικὸ ὕμνο: «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θε­ὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (βλ. Ψαλμ. ος΄ [76] 14-15).
   «Διῶξτε τὸ ἄγχος ἀπὸ τὴ ζωή σας!» Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τοῦ σημερινοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μὴ μεριμνᾶτε...»! Ἂς κάνουμε λοιπὸν μὲ ἐπιμέλεια τὸ καθῆκον μας κι ἄς μὴν ἀγωνιοῦμε. Ὁ Οὐράνιος Πατέρας ­γνωρίζει ὅλες τὶς ἀνάγκες μας καὶ φροντίζει γι’ αὐτές. Ἂς στηρίξουμε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα μας σ’ Ἐκεῖνον καὶ νὰ εἴμαστε ­βέβαιοι ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Γ΄ Ματθαίου: Ρωμ. ε΄ 1-10
Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.
ΠΙΣΤΟΙ Σ᾿ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑ
1. Εἴμαστε πιστοὶ Χριστιανοί;
   Στὸ ἐρώτημα ἂν εἴμαστε πιστοὶ Χριστιανοί, πολὺ εὔκολα θὰ ἀπαντούσαμε θετικά. Ὡστόσο ἂς μὴ βιαστοῦμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς καλεῖ μέσα ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ νὰ δοκιμάσουμε τὴν πίστη μας καὶ νὰ τὴ δοῦμε μὲ δια­φορετικὸ τρόπο ἀπὸ ὅ,τι τὴ βλέπουν οἱ πολλοί. Διότι ἡ πίστη δὲν εἶναι κάποια θεωρητικὴ παραδοχή, οὔτε ἡ τυπικὴ τήρηση κάποιων καθηκόντων, ἀλλὰ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν πανάγαθο Θεό, ποὺ κάνει τὰ πάντα γιὰ τὴ σωτηρία μας. 
   Ἂς δοῦμε ὅμως τί μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος:
   ─Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ποὺ δικαιωθήκαμε ἀ­πό τήν πίστη, ἔχου­­με εἰρήνη μὲ τὸν Θεὸ διὰ μέσου τοῦ Κυ­ρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁ-ποῖος μὲ τὴν πίστη μας πρὸς Αὐτὸν μᾶς ἔχει ἤδη φέ­ρει στὴν κατάσταση αὐτὴ τῆς χάριτος, στὴν ὁποία στε­­κόμαστε στερεά. Καὶ ὄχι μόνο ἔχουμε εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ καυχόμαστε ἐλπίζον­τας ὅτι θὰ ἀπολαύ­σουμε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. 
   Καὶ δὲν καυχόμαστε μόνο γιὰ τὴ δόξα ποὺ ἐλπίζουμε, ἀλλὰ καυχόμαστε καὶ γιὰ τὶς θλίψεις μας· διότι γνωρίζουμε ὅτι «ἡ θλῖψις ὑπο­μονὴν κατεργάζεται»· ἡ θλίψη ἀσκεῖ σὲ ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ παράγει ἀρετὴ δοκιμασμένη, καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό.  
   Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει, διότι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε σὲ μᾶς ὁ Θεός, στὸν Ὁποῖο ἐλπίζουμε, ἐκχύθηκε καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μᾶς δόθηκε ὡς ἀρραβώνας τῆς ἐλπίδας μας. 
   Ἡ πίστη μας λοιπὸν καὶ ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία μας βασίζονται στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸς ἀνέλαβε νὰ μᾶς συμφιλιώσει μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, θυσιάστηκε γιὰ μᾶς καὶ μᾶς ἐξασφάλισε τὴ σωτηρία καὶ τὴν αἰώνια δόξα. 
   Αὐτὴ ἡ θεϊκὴ δόξα εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ καύχημά μας. Ὡστόσο ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσθέτει κι ἕναν ἀκόμη λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ καυχόμαστε, ὁ ὁποῖος ἀκούγεται ὅμως πολὺ παράδοξος: «καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν», γράφει. Εἶναι δυνατὸν νὰ καυχόμαστε γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε; 
   Ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς φανερώνει τὴ γνησιότητα τῆς πίστεώς μας. Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς γνωρίζει ὅτι στὴ ζωὴ θὰ συναντήσει δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀντιμετωπίζει μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του. Γιὰ νὰ καταρτιστεῖ καὶ νὰ καλλιεργήσει ἀρετὲς ὅπως ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα. Γιὰ νὰ ἀγαπήσει περισσότερο τὸν Κύριο, καθὼς Τὸν νιώθει στὶς δύσκολες ὧρες νὰ τὸν στηρίζει καὶ νὰ τὸν ἐνισχύει. Ὁ συνειδητὸς Χριστιανὸς ἐμπιστεύεται πλήρως τὸν Θεό, διότι εἶναι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται περίτρανα μέσα ἀπὸ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπως τονίζει καὶ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος στὴ συνέχεια:
2. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
   Εἶναι πραγματικὰ ἀξιοθαύμαστη καὶ μοναδικὴ ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεός. Διότι, ὅταν ἐμεῖς ἤμα­σταν ἀκόμη ἀσθενεῖς πνευματικὰ καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ ἐργασθοῦμε τὸ καλό, ὁ Χριστὸς στὸν κατάλληλο χρόνο ποὺ εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός, πέθανε γιὰ νὰ σώσει ἀνθρώπους ἀσε­βεῖς. 
   Κι αὐτὸ ἀποδεικνύει πράγματι τὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· διότι μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ βρεθεῖ ἄνθρωπος νὰ πεθάνει γιὰ κάποιον δίκαιο. Διότι γιὰ ἕναν καλὸ ἄνθρω­πο ἴσως νὰ εἶχε κανεὶς τὴν τόλμη νὰ πεθάνει. 
   Ὁ Θεὸς ὅμως δείχνει περίτρανα τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του γιὰ μᾶς, διότι «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέ­θανε». Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ χά­ρη μας, ὅταν ἐμεῖς ἤμασταν ἀκόμη γεμάτοι ἁμαρ­τίες. 
   Πολὺ περισσότερο λοιπὸν τώρα ποὺ δικαιωθήκαμε μὲ τὸ Αἷμα καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, θὰ σωθοῦμε μέσῳ Αὐτοῦ ἀπὸ τὴ μέλλουσα ὀργή. 
   Διότι, ἐὰν συμφιλιωθήκαμε μὲ τὸν Θεὸ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του ὅταν ἤμασταν ἐχθροί, πολὺ περισσότερο τώρα ποὺ συμφιλιωθήκαμε, θὰ σωθοῦμε διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δὲν ὑπάρχει πλέον ἀ­­νάγκη νὰ πε­­­­θάνει, ἀλλὰ ζεῖ ἔνδοξος στοὺς οὐρανοὺς ὡς μεσίτης δικός μας. 
   Τί μεγαλεῖο ἀγάπης! Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ χάρη μας τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμεῖς ἤμασταν ἁμαρτωλοί, ἀσεβεῖς, βλάσφημοι, προδότες! Ἤμασταν ἐχθροί Του, κι Ἐκεῖνος ὄχι μόνο μᾶς συγχωρεῖ, ἀλλὰ καὶ θυσιάζεται γιὰ μᾶς! Τί παράφορη ἀγάπη! Καταδικάζεται ὁ Ἀθῶος γιὰ νὰ ἀπαλλάξει ἐμᾶς τοὺς ἐνόχους ἀπὸ τὴν αἰώνια καταδίκη. Παραδίδεται στὸ θάνατο ἡ πηγὴ τῆς Ζωῆς γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια Ζωή! 
   Ποιὸς μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητος ἐμ­πρὸς σ’ αὐτὸ τὸ πρωτοφανὲς καὶ ἀσύλληπτο μεγαλεῖο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης! 
   Τί ἄλλο ἀπομένει γιὰ ἐμᾶς παρὰ νὰ ἀγαπήσουμε ὁλοκληρωτικὰ τὸν Κύριο; Νὰ Τὸν ἀγαποῦμε ὁλόψυχα ὡς ἀνταπόκριση στὴ δική Του ἀγάπη. Νὰ Τὸν ἐμπιστευθοῦμε ἀπόλυτα ἔχοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι μόνο κοντά Του θὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια, τὴ δόξα, τὴ χαρά, τὴν εὐτυχία. Αὐτὸς καὶ μόνο μπορεῖ νὰ ἐκπληρώσει κάθε βαθύτατο πόθο καὶ ἐπιθυμία μας.

Ομιλία ΙΗ΄ του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».

Πολλοί από τους πιστούς δεν είναι λιγότερο από τους απίστους προσκολλημένοι στην κακία. Μερικοί μάλιστα πολύ περισσότερο από αυτούς. Γι’ αυτό και σε εκείνους είναι αναγκαίο να ειπούμε: «Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι (θα σε φωτίσει δηλαδή) ο Χριστός». Προς αυτούς αρμόζει να ειπούμε και τούτο: «Ο Θεός ουκ εστί νεκρών, αλλά ζώντων». Εφ’ όσον λοιπόν δεν είναι Θεός νεκρών, ας ζήσουμε.

Ωστόσο μερικοί λέγουν ότι είναι υπερβολή αυτό που λέγει ο Απόστολος, ότι ο πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης. Δεν είναι όμως υπερβολικός ο λόγος, αλλά αληθινός. Γιατί και με ποιο τρόπο; Διότι ο πλεονέκτης απομακρύνεται από τον Θεό, όπως ακριβώς ο ειδωλολάτρης. Και για να μη νομίσεις ότι έτσι απλώς το είπε, είναι απόφασις του ιδίου του Χριστού, ο οποίος λέγει: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά». Όποιοι υπηρετούν τον μαμμωνά, έχουν εκβάλει τους εαυτούς των από τη δουλεία του Θεού. Και αφού αρνήθηκαν την εξουσία του και έγιναν δούλοι στον άψυχο χρυσό, βεβαίως είναι ειδωλολάτρες.
Αλλά θα ειπείς, δεν έκαμα είδωλο ούτε έστησα βωμό, ούτε εθυσίασα πρόβατο, ούτε προσέφερα οίνον ως σπονδή, αλλά στην εκκλησία ήλθα, και ύψωσα τα χέρια μου στον μονογενή Υιό του Θεού, και μετέχω των μυστηρίων, και λαμβάνω μέρος στην προσευχή και σε όλα τα άλλα, τα οποία αρμόζουν στον χριστιανό. Πώς, λοιπόν, προσκυνώ τα είδωλα;

Αυτό, μάλιστα, είναι και το πλέον θαυμαστό, ότι ενώ έχεις λάβει πείρα και εγεύθεις τη φιλανθρωπία του Θεού, και είδες ότι ο Κύριος είναι αγαθός, εγκατέλειψες τον αγαθόν και απεδέχθεις τον ωμό τύραννο, και προσποιείσαι μεν ότι υπηρετείς αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα υπέταξες τον εαυτό σου στον σκληρό και φοβερό τύραννο της φιλαργυρίας. Και δεν μου ανέφερες ακόμη κάποιο ιδικό σου κατόρθωμα, αλλά τα δώρα του Δεσπότου. Ειπέ μου, σε παρακαλώ, από τι κρίνουμε τον στρατιώτη, όταν ανήκει στη σωματοφυλακή του βασιλέως, και τρέφεται από αυτόν, και αποκαλείται άνθρωπος ιδικός του, ή όταν δεν έχει τα ίδια με εκείνον φρονήματα, και προσποιείται μεν ότι είναι με το μέρος του και τον υπηρετεί, προτιμά όμως τα έργα των εχθρών; Είναι ολοφάνερο ότι τον εκτιμούμε όταν ανήκει στη σωματοφυλακή του βασιλέως. Γι’ αυτό και είναι άξιος σκληροτέρας τιμωρίας από ό,τι θα ήταν εάν αποχωρούσε από τη δουλεία του βασιλέως, και προσχωρούσε στους εχθρούς. Και συ λοιπόν υβρίζεις τον Θεό σαν ειδωλολάτρης, όχι με ένα στόμα, το ιδικό σου, αλλά με τα μύρια των αδικημένων.
Αλλά δεν είναι, λέγει, ειδωλολάτρης.

Όταν λοιπόν λέγουν οι εθνικοί, «ο χριστιανός ο πλεονέκτης», τότε δεν υβρίζει μόνον αυτός με όσα πράττει, αλλά αναγκάζει και τους αδικημένους να το λέγουν, και μάλιστα πολλές φορές. Και αν δεν το λέγουν αυτό, πρέπει να καταλογισθεί στην ευλάβειά τους. Ή μήπως δεν βλέπουμε έτσι να γίνονται τα πράγματα; Τι άλλο κάνει ο ειδωλολάτρης; Δεν προσκυνά κι αυτός πολλές φορές τα πάθη, αφού είναι υποδουλωμένος σ’ αυτά; Εξηγώ τι εννοώ. Εάν ειπούμε ότι προσκυνά είδωλα, αυτός λέγει: όχι, την ‘Αφροδίτη προσκυνώ και τον Άρη. Και αν ειπούμε «ποία είναι αυτή η ‘Αφροδίτη;» οι συνετότεροι από αυτούς απαντούν: η ηδονή. Και ποιος είναι ο Άρης; Ο Θυμός. Έτσι και συ με τον μαμμωνά. Εάν ρωτήσουμε ποιος είναι ο μαμμωνάς; Η πλεονεξία. Και συ την προσκυνάς; Δεν την προσκυνώ, λέγει. Γιατί, επειδή δεν γονυπετείς εμπρός της; Αλλά τώρα πολύ περισσότερο την προσκυνάς, με τα έργα και τα πράγματα. Διότι αυτή η προσκύνησις είναι μεγαλυτέρα. Και για να μάθεις, κοίτα τι συμβαίνει με τα του Θεού, ποιοι τον προσκυνούν περισσότερο, εκείνοι που απλώς παρίστανται στις προσευχές, ή εκείνοι που πράττουν το θέλημά του; Βεβαίως αυτοί που πράττουν το θέλημά του. Έτσι συμβαίνει και με τον μαμμωνά. Τον προσκυνούν κυρίως, εκείνοι που κάνουν το θέλημά του. Αν και πολλές φορές συμβαίνει, εκείνοι οι όποιοι προσκυνούν τα προσωποποιημένα πάθη, να είναι απαλλαγμένοι από αυτά. Θα ημπορούσε να ιδεί κάποιος πολλές φορές τον υπηρέτη του Άρη να είναι κύριος του θυμού, ενώ με σένα δεν συμβαίνει το ίδιο, καθώς είσαι υποδουλωμένος στο πάθος.
Δεν σφάζεις πρόβατα, λέγεις. Φονεύεις όμως ανθρώπους και ψυχές λογικές, άλλες με λιμό, άλλες με βλασφημίες. Δεν υπάρχει τίποτε οργιαστικότερο από τη θυσία αυτή. Ποιος είδε ποτέ ψυχές να σφάζονται; Είναι καταραμένος ο βωμός της πλεονεξίας. Διότι, εάν έλθεις σε τούτο τον βωμό των ειδώλων, θα αισθανθείς δυσάρεστη οσμή αιμάτων αιγών και βοδιών, ενώ αν έλθεις στον βωμό της πλεονεξίας, θα ιδείς τη φοβερά δυσωδία που αποπνέουν τα ανθρώπινα αίματα. Εάν σταθείς εδώ, δεν θα ιδείς να καίγονται πτερά ορνίθων ούτε να αναδίδεται κνίσα και καπνός, αλλά να καταστρέφονται σώματα ανθρώπων. Διότι άλλοι μεν έρριψαν τους εαυτούς των σε κρημνούς, άλλοι έδεσαν βρόχο, και άλλοι διαπέρασαν ξίφος στον λαιμό. Είδες θυσίες ωμές και απάνθρωπες; Θέλεις να ιδείς και φοβερότερες από αυτές; Εγώ θα σου δείξω εκεί όχι πλέον σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχές ανθρώπων να κατασφάζονται. Διότι είναι δυνατόν να σφάζεται και η ψυχή. Με τη σφαγή που αρμόζει σ’ αυτή. Όπως υπάρχει θάνατος σώματος, έτσι υπάρχει και ψυχής. «Ψυχή γαρ η αμαρτάνουσα», λέγει, «αυτή και αποθανείται». Δεν είναι ο θάνατος της ψυχής όπως του σώματος, αλλά πολύ φοβερότερος. Διότι αυτός μεν, ο σωματικός θάνατος, διαχωρίζοντας την ψυχή και το σώμα, το ένα το αναπαύει από τις πολλές φροντίδες και τους κόπους, την άλλη την αποστέλλει σε χώρο φανερό. Έπειτα, αφού το σώμα διαλυθεί και φθαρεί με τον χρόνο, συναρμολογείται πάλι εν αφθαρσία, και απολαμβάνει την ψυχή του.

Τέτοιος είναι ο σωματικός θάνατος. Ο ψυχικός όμως είναι φριχτός και φοβερός. Διότι, εάν η ψυχή διαλυθεί, δεν παραπέμπει το σώμα αμέσως στη γη, όπως κάνει στον σωματικό θάνατο, αλλά όταν συνδεθεί πάλι με το αφθαρτοποιημένο σώμα, το καταποντίζει στο πυρ το άσβεστο. Όπως λοιπόν υπάρχει θάνατος ψυχής, έτσι υπάρχει και σφαγή ψυχής. Τι είναι σφαγή σώματος; Το να νεκρωθεί και να αποκοπεί από την επενέργεια της ψυχής. Τι είναι σφαγή της ψυχής; Και αυτή νέκρωσις είναι.
Τι όμως είναι νέκρωσις της ψυχής; Όπως το σώμα νεκρώνεται όταν το εγκαταλείπει η ενέργεια της ψυχής, έτσι και η ψυχή νεκρώνεται όταν την εγκαταλείψει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτές οι σφαγές γίνονται κυρίως στον βωμό της πλεονεξίας. Δεν χορταίνουν ούτε αρκούνται στο αίμα των ανθρώπων, αλλά, εάν δεν προσφέρεις ως θυσία και την ίδια την ψυχή, δεν ικανοποιείται ο βωμός της πλεονεξίας, εάν δηλαδή δεν δεχθεί και των δύο τις ψυχές, του θύτη και του θύματος. Διότι πρέπει να θυσιάσει ο νεκρός τον μέχρι τώρα ζωντανό. Πράγματι, όταν βλασφημεί, όταν κακολογεί, όταν δυσανασχετεί, δεν είναι αυτές οι πληγές της ψυχής ανίατες; Είδες ότι δεν είναι υπερβολικός ο λόγος του Αποστόλου;
Άκου λοιπόν κι άλλο για να μάθεις πως η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, και φοβεροτέρα από την ειδωλολατρία. Οι ειδωλολάτρες προσκυνούν τα κτίσματα του Θεού. Και εσεβάσθησαν, λέγει, και ελάτρευσαν την κτίση μάλλον παρά τον κτίσαντα. Και συ προσκυνάς το κτίσμα το ιδικό σου. Διότι την πλεονεξία δεν την εδημιούργησε ο Θεός, αλλά την εφεύρε η άμετρος απληστία σου. Και κοίτα το κωμικοτραγικό. Εκείνοι που προσκυνούν τα είδωλα, τιμούν αυτά τα όποια προσκυνούν, και εάν κάποιος τα κακολογήσει ή τα υβρίσει, εξανίστανται. Εσύ όμως, σαν να έχεις καταληφθεί από κάποια μέθη, προσκυνάς κάτι το οποίο όχι μόνον δεν είναι απηλλαγμένο από κατηγορία, αλλά είναι και γεμάτο από ασέβεια. Ώστε είσαι μάλλον πολύ χειρότερος από αυτούς, διότι δεν ημπορείς να απολογηθείς ότι δεν είναι κακό. Και εκείνοι βέβαια είναι εντελώς αναπολόγητοι, εσύ όμως είσαι πολύ περισσότερο, επειδή συνεχώς κατηγορείς την πλεονεξία και κακίζεις όλους εκείνους που την υπηρετούν, και είναι δούλοι της, και την ακολουθούν.
Αλλά εάν θέλετε, ας εξετάσουμε από πού εισήλθε η ειδωλολατρία. Λέγει ένας σοφός ότι κάποιος πλούσιος άνθρωπος, βασανιζόμενος από το πένθος για τον πρόωρο θάνατο του υιού του, μην έχοντας καμία παρηγορία, επινόησε το ακόλουθο τέχνασμα για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Έκανε μια άψυχη εικόνα του αποθανόντος υιού του, και βλέποντάς την ενόμιζε ότι διά μέσου αυτής έχει κοντά του εκείνον. Κάποιοι δε άνθρωποι κόλακες, των οποίων θεός ήταν η κοιλία, λατρεύοντας την εικόνα για να τιμήσουν εκείνον, προήγαγαν τη συνήθεια σε ειδωλολατρία. Επομένως, από ασθένεια ψυχής εισήχθη η ειδωλολατρία, από παράλογη συνήθεια, από υπερβολή. Η πλεονεξία όμως δεν εισήχθη με τον ίδιον τρόπο, αλλά από ασθενή μεν ψυχή, πλην όμως χειροτέρα. Διότι δεν την εισήγαγε κάποιος που έχασε τον υιό του, ούτε ζητώντας παρηγορία ούτε παρασυρόμενος από κόλακες. Αλλά πώς; Εγώ θα σας ειπώ. Ο Κάιν φέρθηκε με πλεονεξία στον Θεό, διότι αυτά που έπρεπε να δοθούν σ’ εκείνον τα κράτησε για τον εαυτό του, και αυτά που έπρεπε να μείνουν σ’ αυτόν, τα προσέφερε σ’ εκείνον, και έτσι το κακό άρχισε ως προσβολή του Θεού. Διότι εάν εμείς είμεθα του Θεού, πολύ περισσότερο είναι οι απαρχές των κτημάτων μας.

Η σαρκική ορμή επίσης προς τις γυναίκες, από την πλεονεξία προήλθε. «Είδον τας θυγατέρας των ανθρώπων, και εξεκυλίσθησαν προς την επιθυμίαν».
Από αυτά πάλι προήλθε η επιθυμία προς τα χρήματα. Διότι το να θέλει κάποιος να έχει περισσότερα από τον πλησίον του στα βιοτικά, από τίποτε άλλο δεν προκαλείται, παρά από το ότι εψυχράνθη η αγάπη. Το να θέλει κανείς να έχει περισσότερα, δεν προέρχεται από τίποτε άλλο παρά από απελπισία και μισανθρωπία και υπεροψία. Δεν βλέπεις πόσο μεγάλη είναι η γη, πόσο πολύ μεγαλύτερος από όσο χρειάζεσαι είναι ο ουρανός; Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός έδωσε τόσο μεγάλο μέγεθος στα κτίσματα, για να σβήσει την πλεονεξία σου. Εσύ δε, παρ’ όλα αυτά, αρπάζεις, και μάλιστα ακούγοντας ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, ούτε έτσι φρίττεις; Τη γη θέλεις να κληρονομήσεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως θα στερήσεις τον εαυτό σου από την ουράνια κληρονομία, αφού ήδη την αγνοείς. Ειπέ μου, εάν κάποιος σου έδιδε την εξουσία να τα πάρεις όλα, άραγε δεν θα το ήθελες; Έχεις τώρα αυτή τη δυνατότητα, αν θέλεις. Αν και μερικοί λέγουν ότι με πολύ πόνο μεταβιβάζουν σε άλλους την περιουσία τους, και θα προτιμούσαν να την είχαν καταφάγει οι ίδιοι παρά να βλέπουν άλλους να γίνονται κύριοι αυτής.

Ούτε εγώ σε απαλλάσσω από αυτή την ασθένεια, διότι και αυτό είναι γνώρισμα ασθενούς ψυχής. Πλην όμως, και αν ακόμη γίνει τούτο, στην διαθήκη σου άσε κληρονόμο τον Χριστό. Διότι έπρεπε ήδη να τον είχες αφήσει κληρονόμο όσο ήσουν στην ζωή. Επειδή αυτό είναι γνώρισμα ορθής προαιρέσεως. Αλλά όμως, έστω κατ’ ανάγκην, γίνε φιλοτιμότερος. Διότι ο Θεός γι’ αυτόν τον λόγο πρόσταξε να δίδουμε στους πτωχούς, για να μας καταστήσει από τη ζωή αυτή φιλοσόφους, για να μας πείσει να καταφρονούμε τα χρήματα, για να μας διδάξει να περιφρονούμε τα γήινα. Αυτό δεν είναι περιφρόνησις των χρημάτων, να τα διαθέτη κάποιος στον τάδε ή στον δείνα μετά τον θάνατό του. Τότε πλέον αυτά που δίδεις δεν είναι ιδικά σου, αλλά της ανάγκης. Δεν γίνεσαι συ ευεργέτης, αλλά ο θάνατος. Αυτό δεν είναι φιλοστοργία, αλλά καταναγκασμός. Αλλά ας γίνει κι έτσι. Έστω και τότε απάλλαξε τον εαυτό σου από το πάθος. ‘Ενθυμήσου πόσα έχεις αρπάξει, πόση πλεονεξία έχεις δείξει, και απόδοσε τα τετραπλάσια. Με αυτόν τον τρόπο απολογήσου στον Θεό.
Αλλά υπάρχουν μερικοί οι οποίοι φθάνουν σε τέτοιο σημείο παραφροσύνης, που ούτε τότε διακρίνουν το ορθότερο, και ενεργούν τα πάντα σαν να προσπαθούν να καταστήσουν φοβεροτέρα γι’ αυτούς την οργή του Θεού. Γι’ αυτό ο μακάριος Παύλος λέγει στη συνέχεια της επιστολής εκείνης: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε». Ο δε πλεονέκτης είναι αυτός που κατ’ εξοχήν ζει στο σκοτάδι και διασκορπίζει πολύ σκοτάδι σε όλα γύρω του. «Και μη συγκοινωνείτε», λέγει, «τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε».

Ακούστε, παρακαλώ, όλοι όσοι δεν θέλετε να μισείσθε χωρίς λόγο. Αρπάζει και δεν τον ελέγχεις; Φοβείσαι το μίσος του, θα ειπείς. Αφού όμως δεν διακινδυνεύεις χωρίς λόγο, αλλά ελέγχεις δικαίως, γιατί φοβείσαι το μίσος; Έλεγξε τον αδελφό, δέξου αυτήν την έχθρα για την προς τον Χριστόν αγάπη, αλλά και για την προς αυτόν αγάπη. Εμπόδισέ τον, αφού βλέπεις ότι βαδίζει ολοταχώς προς το βάραθρο. Διότι δεν είναι γνώρισμα ιδιαιτέρας φιλίας η συμμετοχή μας σε κοινό γεύμα, τα ωραία λόγια, οι προσφωνήσεις και η κοινή απόλαυση. Ας χαρίζουμε τέτοια δώρα στους φίλους μας που να απομακρύνουμε την ψυχή τους από την οργή. Βλέποντάς τους μέσα στην κάμινο της κακίας, να τους αναστήσουμε.
Αλλά δεν διορθώνεται, λέγεις. Κάμε όμως εσύ ό,τι εξαρτάται από εσένα, και έτσι απολογήσου στον Θεό. Μην κρύψεις το τάλαντο. Γι’ αυτό διαθέτεις λόγο και γλώσσα και στόμα, για να διορθώνεις τον πλησίον. Μόνο τα άλογα όντα δεν φροντίζουν για τον πλησίον, ούτε είναι σε θέση να ειπούν κάποιον λόγο για τον άλλο. Συ όμως που αποκαλείς τον Θεό πατέρα σου και βλέπεις τον πλησίον σου, τον αδελφό σου, να κάμει αμέτρητα κακά, προτιμάς την ευμένειά του από την ωφέλειά του; Μη, σε παρακαλώ, δεν υπάρχει μεγαλύτερο τεκμήριο φιλίας από το να μην εγκαταλείπουμε στην αμαρτία τους αδελφούς μας.

Είδες μισουμένους; Συμφιλίωσέ τους. Είδες πλεονέκτες; Εμπόδισέ τους. Είδες αδικουμένους; Υπεράσπισέ τους. Όχι εκείνους, αλλά τον εαυτό σου πρώτα ευεργέτησες. Γι’ αυτό είμεθα φίλοι, για να ωφελούμε ο ένας τον άλλον. Αλλιώς θα ακούσει κανείς τον φίλο και αλλιώς τον τυχόντα. Τον τυχόντα ίσως θα τον υποπτευθεί, ομοίως και τον διδάσκαλο, τον φίλο όμως όχι. Γι’ αυτό, παρακαλώ, ούτε σεις να διστάζετε να ελέγχετε, ούτε να δυσανασχετείτε, όταν σας ελέγχουν. Διότι όσο διαπράττεται κάτι στο σκοτάδι, γίνεται με μεγαλυτέρα ευκολία, όταν όμως υπάρχουν πολλοί μάρτυρες, φωτίζεται.
Γι’ αυτό ακριβώς ας κάνουμε τα πάντα ώστε να αποτρέπουμε τη νέκρωση των αδελφών μας, για να διασκορπίσουμε το σκότος, και να προσελκύσουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Διότι εάν είναι πολλοί εκείνοι που εκπέμπουν το φως, και γι’ αυτούς θα είναι εύκολος η οδός της αρετής, και οι ευρισκόμενοι στο σκότος ευκολότερα θα αποκαλύπτονται, αφού όσο εντονότερο γίνεται το φως, τόσο το σκότος θα εξαφανίζεται. Εάν όμως γίνεται το αντίθετο, υπάρχει φόβος μη σβησθούν και αυτοί, αφού η πυκνότης, που δημιουργούν το σκοτάδι και οι αμαρτίες, θα υπερισχύει του φωτός και θα καταργεί τη λάμψη του. Ας αντιληφθούμε λοιπόν ότι τους εαυτούς μας ωφελούμε με αυτόν τον τρόπο, ώστε με όλη μας τη βιοτή να αναπέμπουμε δόξαν προς τον φιλάνθρωπο Θεό, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα συν τω Παναγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων».