Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης για τον αντίχριστο, από τον Όσιο Σεραφείμ του Σαρωφ

«Οἱ ἁγιασμένοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δεν θὰ προδιδαν τὴν πιστὴ οὔτε μὲ μία λέξῃ»

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ἀπὸ τῇ Ῥωσία, διηγεῖται αὐτὸ τὸ ὅραμά που εἶχε δεῖ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1901:


     Μετὰ τὶς βραδινὲς προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστῶ στο ἀμυδρὰ φωτισμένο κελί μου, καθὼς ἤμουν κουρασμένος. Μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ βρισκόταν κρεμασμένη ἡ λαμπάδα μου. Δεν εἶχε περάσει πάνω ἀπὸ μισῇ ὤρα, ὅταν ἄκουσα ἕνα θρόισμα. Κάποιος ἀκούμπησε τὸν ἀριστερό μου ὦμο καὶ μὲ τρυφερὴ φωνή μου εἶπε: «σήκω δοῦλε τοῦ Θεοῦ Ἰωάννη, καὶ ἀκολούθησε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ!»
       Σηκώθηκα καὶ εἴδα κοντὰ στο παραθυρο ἔναν ἔνδοξο στάρετς [1] (γέροντα) μὲ ψαρὰ μαλλιά, φορώντας ἕνα μαῦρο μανδύα, καὶ κρατώντας μία ῥάβδο στο χέρι τοῦ. Μὲ κοιτοῦσε τρυφερὰ καὶ κρατιόμουν μὲ δυσκολία να μὴν πέσω ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου φόβου μου. Τὰ χέρια καὶ τὰ πόδιά μου ἔτρεμαν, ἤθελα να μιλήσω, ἄλλα ἡ γλῶσσά μου δεν μὲ ὑπακοῦε. Ὁ γέροντας ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σὲ μένα καὶ σύντομα γέμισα μὲ γαλήνη καὶ χαρά. Ἔπειτα, ἔκανα τὸ σταυρό μου κι ὁ ἴδιος.
       Στῇ συνέχεια, ἔδειξε μὲ τῇ ῥάβδο τοῦ πρὸς τὸ δυτικὸ τοῖχο τοῦ κελιού μου, ἔτσι ὥστε να παρατηρήσω ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο. Ὁ γέροντας εἶχε χαράξει στον τοῖχο τοὺς ἀκολούθους ἀριθμούς:1913, 1914, 1917, 1922, 1924 καὶ 1934. Ξαφνικὰ ὁ τοῖχος ἑξαφανίστηκε καὶ περπατούσα μὲ τὸ γέροντα σὲ ἕνα πράσινο λιβάδι καὶ εἴδα πλῆθος ἀπὸ χιλιάδες σταυροὺς σὰν σημάδια τάφων.
       Ἤταν ξύλινοι, πήλινοι ἢ χρυσοί. Ῥώτησα τὸν γέροντα, για πιὸ λόγο ὑπήρχαν αὐτοὶ οἱ σταυροί. Μοῦ ἀπάντησε γαλήνια, ὅτι οἱ σταυροὶ αὐτοὶ ὑπάρχουν γι΄ αὐτούς που ὑπέφεραν καὶ δολοφονήθηκαν για τὴν πιστὴ τοὺς στο Χριστὸ καὶ για τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔγιναν μάρτυρες. Καὶ ἔτσι συνεχίσαμε να περπατάμε.
       Ξαφνικὰ εἴδα ἕνα ὁλοκληρο ποτάμι ἀπὸ αἷμα καὶ ῥώτησα τὸν γέροντα, ποία εἲναι ἡ σημασία αὐτοῦ τοῦ αἵματος καὶ πόσο εἶχε χυθεῖ. Ὁ γέροντας κοίταξε γύρω καὶ ἀπάντησε: «Αὐτὸ εἲναι τὸ αἷμα τῶν ἀληθινῶν Χριστιανῶν!» Ἔδειξε ἔπειτα σὲ κάποια συννεφα , καὶ εἴδα πλῆθος ἀπὸ ἀναμμένα καντήλιά που ἔκαιγαν μὲ ἄσπρη φλόγα. Ἄρχισαν να πέφτουν πρὸς τὸ ἔδαφος τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο κατὰ δεκάδες καὶ ἑκατοντάδες. Κατὰ τὴν πτώση τούς, σκοτεινιαζαν καὶ γινόταν στάχτες.
       Τότε ὁ γέροντάς μου εἶπε, «Κοίτα!», καὶ εἴδα σὲ ἕνα συννεφο ἐφτὰ καιγόμενα καντήλια. Ῥώτησα ποιο εἲναι τὸ νόημα τῶν καιγομένων καντηλιών που πέφτουν στο ἔδαφος καί μου ἀπάντησε: «Αὐτὲς εἲναι οἱ ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ που ἔχουν πέσει σὲ αἵρεση, ἄλλα αὐτὰ τὰ ἐφτὰ καντήλια στα συννεφα εἲναι οἱ ἐφτὰ Ἐκκλησίες τῆς μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ μείνουν μέχρι τέλους τοῦ κόσμου!».
       Ὁ γέροντας στῇ συνέχεια, ἔδειξε ψηλὰ στον ἀέρα καὶ εἴδα καὶ ἄκουσα ἀγγέλους να ψάλλουν: « Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ!».Ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων μὲ κεριὰ στα χέρια τοὺς μας προσπέρασαν, ἐνῶ ἡ χαρὰ φαινόταν να λάμπει στα πρόσωπα τούς. Ἤταν ἀρχιεπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ὁμάδες λαϊκῶν, ἐνήλικες, νέοι, ἄκομα καὶ παιδιὰ καὶ μωρά. Ῥώτησα τὸ θαυματουργὸ γέροντα ποῖοι εἲναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι κι αὐτὸς ἀποκρίθηκε: « Ὅλοι αὐτοὶ εἲναι οἱ ἄνθρωποί που ὑπέφεραν για τὴν Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ για τὶς ἅγιες εἰκόνες που βρέθηκαν στα χέρια ἁμαρτωλῶν καταστροφέων».
       Ἔπειτα ῥώτησα τὸ μεγάλο γέροντα, ἂν θὰ μπορούσα να κάτσω διπλᾶ τούς. Ὁ γέροντας μπο εἶπε: « Εἲναι πολὺ νωρὶς για σένα να ὑποφέρεις, ἑπομένως τὸ να καθίσεις μαζὶ τοὺς δεν εἲναι εὐλογημένο ἀπὸ τὸ Θεό!» Εἴδα πάλι ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀπὸ νεογεννητά που ὑπέφεραν για τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη[2] καὶ ἔλαβαν στέμμα ἀπὸ τὸν Ἐπουράνιο Βασιλέα.
       Προχωρήσαμε περισσότερο καὶ πήγαμε σὲ μία μεγάλη ἐκκλησία. Ἤθελα να κανῷ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἄλλα ὁ γέροντας μὲ συμβούλευσε: «Δεν εἲναι ἀνάγκη να κανεὶς τὸ σταυρό σου, ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ μέρος εἲναι τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».[3]. Ἡ ἐκκλησία ἤταν σκοτεινὴ καὶ καταθλιπτική. Στην Ἁγία Τράπεζα ἤταν ἕνα ἀστέρι καὶ ἕνα Εὐαγγέλιο μὲ ἀστερία. Κεριὰ καμωμένα ἀπὸ πίσσα καιγόντουσαν καὶ ἔτριζαν σὰν καυσόξυλα. Τὸ δισκοπότηρο στεκόταν ἐκεῖ, καλυμμένο μὲ μία ἀπαίσια βρωμιά. Ὕπηρχε κι ἕνα προσφορο[4] μὲ ἀστερία. Ἔνας ἱερέας στεκόταν μπροστὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα μὲ ἕνα προσωπο καταμαυρο σὰν πίσσα, καὶ μία γυναῖκα βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, καλυμμένη μὲ κόκκινα καὶ μὲ ἕνα ἀστέρι στα χείλη τῆς καὶ οὐρλιαζε καὶ γελοῦσε σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησία λέγοντας: «Εἶμαι ἐλεύθερη!» Σκέφτηκα: « Θεέ μου, πόσο τρομερό!».
       Οἱ ἄνθρωποι σὰν τρελοὶ ἄρχισαν να τρέχουν γύρω ἀπὸ τὴν Ἄγα Τράπεζα, φωνάζοντας, σφυρίζοντας καὶ χειροκροτώντας. Μετά, ἄρχισαν να τραγουδοὺν ἄσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά, ἔνας κεραυνὸς ἄστραψε, ἕνα φοβερὸ ἀστροπελέκι ἀντήχησε, ἡ γῆ σείσθηκε καὶ ἡ ἐκκλησία κατέρρευσε, στέλνοντας τῇ γυναῖκα, τοὺς ἀνθρώπους, τὸν παπὰ καὶ τοὺς ὑπολοίπους στην ἄβυσσο. Σκέφτηκα: «Θεέ μου πόσο τρομερό, σῶσε μας!».
       Ὁ γέροντας εἶδε αὐτό που εἶχε γίνει ὅπως καὶ ἐγώ. Τὸν ῥώτησα:»Πάτερ, πεῖτέ μου, ποία εἲναι ἡ σημασία αὐτῆς τῆς φοβερὴς ἐκκλησίας»; Ἀποκρίθηκε: «Αὐτοὶ εἲναι οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι, οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τὴν Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἀναγνωρίσαν τὴν προσφάτη νεωτερίζουσα ἐκκλησία τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δεν ἔχει εὐλογήσει. Σ' αὐτὴ τὴν ἐκκλησία δεν νηστεύουν, δεν παρακολουθοῦν ἀκολουθίες καὶ δεν λαμβάνουν τῇ Θείᾳ Κοινωνίᾳ»! Φοβήθηκα καὶ εἶπα: « Ὁ Θεὸς μας ἐλεεῖ μὰ καταριέται αὐτοὺς μὲ θάνατο»! Ὁ γέροντας μὲ διέκοψε καὶ εἶπε: « Μὴ θρηνείς, μόνο προσευχήσου».
       Ἔπειτα, εἴδα μία κοσμοσυρροή, καθενὰς ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶχε ἕνα ἀστέρι στα χείλη καὶ ἤταν τρομερὰ ἑξαντλημένοι ἀπὸ τῇ δίψα, περπατώντας ἔδω καὶ ἐκεῖ. Μας εἴδαν καὶ φώναξαν δυνατά: «Ἅγιοι Πατέρες, προσευχηθεῖτε για μας. Εἲναι πολὺ δυσκολο για μας, ἐπειδὴ ἐμεὶς οἱ ἴδιοι δεν μποροῦμε. Οἱ πατέρες καὶ οἱ μητέρες μας δεν μας διδάξαν τὸ Νόμο τοῦ θεοῦ.[5] Οὔτε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δεν ἔχουμε καὶ δεν ἔχουμε λάβει εἰρήνη. Ἀπορρίψαμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἄρχισαν να κλαῖνε.
      Ἀκολούθησα τὸ γέροντα. «Κοίτα!», μοῦ εἶπε δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ. Εἴδα ἕνα βουνὸ ἀπὸ ἀνθρώπινα πτώματα βαμμένα στο αἷμα. Φοβήθηκα πολὺ καὶ ῥώτησα τὸν γέροντα ποιο εἲναι τὸ νόημα αὐτῶν τῶν νεκρῶν πτωμάτων. Μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτοὶ εἲναι οἱ ἄνθρωποί που ἔζησαν μοναστικὴ ζωή, ἀπορρίφθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀντιχριστο, καὶ δεν ἔλαβαν τῇ σφραγῖδα τοῦ. Ὑπέφεραν για τὴν πιστὴ τοὺς για τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἔλαβαν τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου πεθαίνοντας για τὸν Χριστό. Να προσεύχεσαι γι΄ αὐτοὺς τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ!».
     Χωρὶς προειδοποίηση ὁ γέροντας γύρισε στο βορρᾶ καὶ ἔδειξε μὲ τὸ χέρι τοῦ. Εἴδα ἕνα αὐτοκρατορικὸ παλάτι, γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔτρεχαν σκυλιά. Ἄγρια τέρατα καὶ σκορπιοὶ οὐρλιαζαν καὶ ἐπιτίθονταν ἔχοντας προτεταμένα τὰ δόντια τούς. Καὶ εἴδα τὸν Τσάρο να κάθεται σ' ἕνα θρόνο. Τὸ προσωπὸ τοῦ ἤταν χλωμό, ἄλλα ἀνδρεῖο. Ἔλεγε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ.   
      Ξαφνικὰ ἔπεσε σὰν νεκρὸς ἄνθρωπος. Τὸ στέμμα τοῦ ἔπεσε. Τὰ ἄγρια θηρία, οἱ σκύλοι καὶ οἱ σκορπιοὶ τσαλαπάτησαν τὸν βασιλιά. Ἤμουν φοβισμένος καὶ ἔκλαιγα πικρά. Ὁ γέροντας μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ δέξι ὦμο. Εἴδα μία φιγούρα σαβανωμένη στα ἄσπρα- ἤταν ὁ Νικόλαος ὁ Β'. Στο κεφάλι τοῦ ἤταν ἕνα στεφάνι ἀπὸ πράσινα φύλλα, καὶ τὸ προσωπὸ τοῦ ἤταν ἄσπρο καὶ κάπως ματωμένο. Φοροῦσε ἕνα χρυσὸ σταυρὸ γύρω ἀπὸ τὸ λαιμὸ τοῦ καὶ ψιθύριζε ἥσυχα μία προσευχή. Καὶ μετά μου εἶπε μὲ δάκρυα: «Προσευχήσου για μένα, Πάτερ Ἰωάννη. Πες σὲ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὅτι ἐγὼ ὁ Τσάρος - μάρτυρας, πέθανα ἀνδρείως για τὴν πιστή μου στο Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδόξῃ Ἐκκλησία. Πες στους Ἁγίους Πατέρες ὅτι πρέπει να κάνουμε μία Παννυχίδα[6] για μένα τὸν ἁμαρτωλό, ἄλλα δεν θὰ ὑπάρξει τάφος για μένα!»  
       Σύντομα ὅλα ἔγιναν ἄφαντα στην ὁμίχλη. Ἔκλαψα πικρὰ προσευχόμενος για τὸν Τσάρο-μάρτυρα. Τὰ χέριά μου καὶ τὰ πόδιά μου ἔτρεμαν ἀπὸ φόβο. Ὁ γέροντας εἶπε: «Κοίτα!». Μετὰ εἴδα μία κοσμοσυρροὴ ἀπὸ ἀνθρώπους διασκορπισμένους γύρω στῇ γῆ που εἴχαν πεθάνει ἀπὸ πείνα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔτρωγαν γρασίδι καὶ φυτά. Τὰ σκυλιὰ κατέτρωγαν τὰ σώματα τῶν πεθαμένων, ἐνῶ ἡ δυσοσμία ἤταν τρομερή. Σκέφτηκα: «Κύριε, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δεν εἴχαν πιστή». Ἀπὸ τὰ στόματα τοὺς ἔβγαιναν βλασφημίες καὶ γι' αὐτὸ δέχθηκαν τὸ θυμὸ τοῦ Κυρίου.
     Εἴδα, ἐπίσης, ἕνα ὁλοκληρο βουνὸ ἀπὸ βιβλία καὶ ἀνάμεσα στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια ἐκπέμποντας μία τρομερὴ δυσοσμία. Ῥώτησα τὸ γέροντα ποία ἤταν ἡ σημασία αὐτῶν τῶν βιβλίων. Αὐτὸς εἶπε: «Αὐτὰ τὰ βιβλία εἲναι ἀσέβεια καὶ βλασφημία που θὰ μολύνουν ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς μὲ αἱρετικὲς διδασκαλίες! Μετὰ ὁ γέροντας ἀκούμπησε τὸ ῥαβδὶ τοῦ σὲ κάποια ἀπὸ τὰ βιβλία καὶ ἅρπαξαν φωτιά. Ὁ ἄνεμος διασκόρπισέ τις στάχτες.  
    Στῇ συνέχεια εἴδα μία ἐκκλησία γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία ἤταν στοίβα ἀπὸ δεήσεις για τοὺς ἀποθανόντες. Ἔσκυψα καὶ θέλησα να τὶς διαβάσω, ἄλλα ὁ γέροντας εἶπε: «Αὐτὲς οἱ δεήσεις για τοὺς πεθαμένους βρίσκονται ἔδω πολλὰ χρόνια καὶ οἱ ἱερεῖς τις ἔχουν ξεχάσει. Δεν προκεῖταί ποτε να τὶς διαβάσουν, ἄλλα οἱ νεκροὶ θὰ ζητοῦν κάποιον να προσευχηθεῖ γι'   αὐτούς!» Ἐγὼ τὸν ῥώτησα: «Ποῖοι θὰ προσευχηθοὺν γι'   αὐτούς;». Ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: « Οἱ Ἄγγελοι θὰ προσευχηθοὺν γι'   αὐτούς».
       Προχωρήσαμε πιὸ πέρα, καὶ ὁ γέροντας τάχυνε τὸ βῆμα τοῦ τόσο που μὲ δυσκολία τὸν προλάβαινα. «Κοίτα!», μοῦ εἶπε. Εἴδα ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀπὸ ἀνθρώπους να καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες οἱ ὁποῖοι τοὺς κτυπούσαν μὲ πασσάλους, μὲ δίκρανα καὶ γάντζους. Ῥώτησα τὸν γέροντα ποιο εἲναι τὸ νόημα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Μοῦ ἀποκρίθηκε: «Αὐτοὶ εἲναι ἐκεῖνοί που ἀπαρνήθηκαν τὴν πιστὴ τοὺς καὶ ἄφησαν τὴν Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ δέχθηκαν τὴν καινούρια νεωτερίζουσα ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ ὁμάδα, ἐκπροσωπεῖ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς μοναχούς, τὶς μοναχές, καὶ τοὺς λαϊκοὺς οἱ ὁποῖοι ἀπαρνήθηκαν τοὺς ὅρκους τούς, ἢ τὸ γάμο τούς, καὶ δεσμεύθηκαν μὲ τὸ ποτό, τὴν ἀνηθικότητα, καὶ ὅλου τοῦ εἴδους τις βλασφημίες καὶ τὶς διαβολές. Ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν τρομακτικὰ πρόσωπα καὶ μία τρομερὴ δυσοσμία βγαίνει ἀπὸ τὰ στόματα τούς. Οἱ δαίμονες τοὺς κτυπούσαν, ὁδηγώντας τοὺς στην τρομερὴ ἄβυσσο, ἀπὸ τὴν ὁποία βγαίνουν οἱ φλόγες τῆς κολάσεως. Ἤμουν πολὺ φοβισμένος. Ἔκανα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐνῶ προσευχόμουν, ὁ Κύριος να μας ἀποτρέψει ἀπὸ τέτοια μοῖρα!
     Μετά, ἀντικρῖσα μία ὁμάδα ἀνθρώπων, νέοι καὶ γεροὶ μαζί, ποὺ ἤταν ὅλοι ντυμένοι ἄσχημα, καὶ κρατοῦσαν ψηλὰ ἕνα μεγάλο ἀστέρι μὲ 5 σημεῖα. Σὲ κάθε γωνία ἤταν 12 δαίμονες καὶ στην μέση ἤταν ὁ Σατανᾶς ὁ ἴδιος μὲ κέρατα καὶ ἀχυρένιο κεφάλι. Ἔβγαλε ἕνα βλαβερὸ ἀφρὸ στους ἀνθρώπους, ἐνῶ ἀνακοινωνὲ αὐτές τις λέξεις: «Σηκωθεῖτε ἔσεις οἱ καταράμενοι μὲ τῇ σφραγῖδά μου...»
       Ξαφνικὰ ἐμφανίστηκαν πολλοὶ δαίμονες μὲ σιδερένιες σφραγῖδες καὶ πα΄νῷ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοποθέτησαν τῇ σφραγῖδα: στα χείλη τούς, στους ἀγκῶνες καὶ στο δέξι χέρι. Ῥώτησα τὸν γέροντα: «Τὶ σημαίνει αὐτό;» Καὶ ἀποκρίθηκε: «Αὐτὸ εἲναι τὸ σημάδι τοῦ Ἀντιχρίστου!». ¨εκανα τὸ σταυρό μου καὶ ἀκολούθησα τὸ γέροντα.
       Ξαφνικά, σταμάτησε καὶ ἔδειξε πρὸς τὴν Ἀνατολὴ μὲ τὸ χέρι τοῦ. Εἴδα μία μεγάλη συγκέντρωση ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ χαρούμενα πρόσωπά που κουβαλούσαν σταυροὺς καὶ κεριὰ στα χέρια. Στο μέσο τοὺς ὕπηρχε μία Ἁγία Τράπεζα τόσο λευκὴ ὄσο τὸ χιόνι. Στην Ἁγία Τράπεζα ὕπηρχε ὁ σταυρὸς καὶ τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ πάνω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἤταν ὁ ἀέρας μὲ ἕνα χρυσὸ αὐτοκρατορικὸ στέμμα πάνω στο ὁποῖο ἤταν γραμμένο μὲ χρυσᾶ γράμματα «Για τὸ ἄμεσο μέλλον». Πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί, μοναχὲς καὶ λαϊκοὶ στέκονταν γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Ὅλοι ἔψαλαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Ἀπὸ μεγάλη χαρὰ ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ δόξασα τὸ Θεό.
       Ξαφνικὰ ὁ γέροντας κούνησε τὸ σταυρὸ τοῦ πρὸς τὰ πάνω τρεῖς φορὲς καὶ εἴδα ἕνα βουνὸ ἀπὸ πτώματα καλυμμένα ἀπὸ ἀνθρώπινο αἷμα καὶ ἀπὸ πάνω τοὺς πετοῦσαν Ἄγγελοι. Ἔπαιρνάν τις ψυχὲς αὐτῶν που εἴχαν δολοφονηθεῖ για τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ οὐράνια ἐνῶ ἔψαλλαν: «Ἀλληλούϊα!»
       Παρατήρησα ὅλα αὐτὰ καὶ ἔκλαψα δυνατά. Ὁ γέροντας μὲ πῆρε ἀπὸ τιο χέρι καί μου ἀπαγόρευσε να κλαίω. Ὅ,τι εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ εἲναι τὸ ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπέφερε καὶ ἔχυσε τὸ πολυτιμο αἷμα τοῦ για μας. Κάποιοι σὰν αὐτοὺς θὰ γίνουν μάρτυρες, ποὺ δὲ θὰ δεχθοὺν τῇ σφραγῖδα τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ ὅλοι αὐτοί που θὰ χύσουν τὸ αἷμα τοὺς θὰ λάβουν οὐράνια στέμματα. Ὁ γέροντας ἔπειτα προσευχήθηκε γι'   αὐτοὺς τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ καὶ στράφηκε στην Ἀνατολὴ καθὼς τὰ λόγια τοῦ Προφήτῃ Δανιὴλ βγήκαν ἀληθινά: «Τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
       Τελικὰ εἴδα τὸ θόλο τοῦ ναοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ. Πάνω τοῦ ἤταν ἕνα ἀστέρι. Μέσα στην ἐκκλησία ἑκατομμύρια ἄνθρωποι συνερέαν καὶ πάλι πολλοὶ προσπαθούσαν να μπούν. Ἤθελα να κανῷ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἄλλα ὁ γέροντάς μου ἅρπαξε τὸ χέρι καὶ εἶπε: «Ἔδω εἶναι τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
       Ἔτσι μπήκαμε στην ἐκκλησία, ποὺ ἤταν γεμάτη κόσμο. Εἴδα μία Ἁγία Τράπεζα, ποὺ ἔκαιγαν κεριὰ ἀπὸ λίπος ζῴων. Στην Ἁγία τράπεζα ἤταν ἔνας βασιλιὰς μὲ κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στο κεφάλι τοῦ ἤταν ἕνα χρυσὸ στέμμα μὲ ἕνα ἀστέρι. Ῥώτησα τὸ γέροντα: «ποῖος εἲναι αὐτός;» Μοῦ ἀπάντησε: « Ὁ Ἀντίχριστος». Ἤταν πολὺ ψηλὸς μὲ ματία σὰν φωτιά, μαῦρα φρύδια, ξυρισμένο μούσι, θηριώδης, πανοῦργος, διαβολικὸς μὲ τρομακτικὸ προσωπο. Ἤταν μόνος τοῦ στην Ἁγία Τράπεζα καὶ ἔτεινε τὰ χέρια τοῦ στους ἀνθρώπους. Εἶχε νύχια σουβλερὰ σὰν τίγρης καὶ φώναζε: «Εἶμαι βασιλιάς, εἶμαι Θεός. Εἶμαι ὁ Ἀρχηγός. Αὐτός που δεν ἔχει τῇ σφραγῖδά μου θὰ θανατωθεῖ.».
       Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔπεσαν κάτω καὶ τὸν προσκυνῆσαν καὶ ἐκεῖνος ἄρχισε να βάζει τῇ σφραγῖδα τοῦ στα χείλη τοὺς καὶ στα χέρια τούς, ἔτσι ὥστε να μπορέσουν να λάβουν λίγο ψωμὶ καὶ να μὴν πεθάνουν ἀπὸ πείνα καὶ δίψα. Γύρω ἀπὸ τὸν Ἀντιχριστο, ὑπηρέτες τοῦ ὁδηγούσαν ἀρκετοὺς ἀνθρώπους που τὰ χέρια τοὺς ἤταν δεμένα, καὶ δεν εἴχαν πέσει να τὸν προσκυνήσουν. Αὐτοὶ εἴπαν: «εἴμαστε Χριστιανοί, καὶ ὅλοι πιστεύουμε στον Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό!» Ὁ Ἀντίχριστος συντριψε τὶς κεφαλὲς τοὺς ἀστραπιαία, καὶ τὸ Χριστιανικὸ αἷμα ἄρχισε να ῥέει.
       Ἕνα παιδὶ ὁδηγήθηκε μετὰ στην Ἁγίᾳ Τράπεζα τοῦ Ἀντιχρίστου να τὸν προσκυνήσει, ἄλλα τολμηρὰ διακήρυξε: «Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ πιστεύω στον Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό, ἄλλα ἐσὺ εἶσαι ὑπηρέτης τοῦ Σατανᾶ»!- θάνατος σ΄ αὐτόν!» , ἀναφώνησε ὁ Ἀντίχριστος. Ἄλλοι που δέχθηκαν τὸ σφράγισμα τοῦ Ἀντιχρίστου ἔπεσαν καὶ τὸν προσκυνῆσαν.
    Ξαφνικά μία βοὴ ἀπὸ κοσμοσυρροὴ ξανακούστηκε καὶ χιλιάδες φωτισμένες ἀστραπὲς ἄρχισαν να ἀστράφτουν. Βέλη ἄρχισαν να χτυποὺν τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἔπειτα, ἕνα μεγάλο φλεγόμενο βέλος ἄστραψε καὶ χτύπησε τὸν Ἀντιχριστο τὸν ἴδιο στο κεφάλι. Καθὼς κουνοῦσε τὸ χέρι τοῦ, τὸ στέμμα τοῦ ἔπεσε καὶ συνετρίβη στο ἔδαφος. Μετὰ ἑκατομμύρια πουλιὰ πέταξαν καὶ κουρνιασαν στους ὑπηρέτες τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἐνιωσα τὸ γέροντα να μὲ παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι.
    Προχωρήσαμε περισσότερο, καὶ εἴδα πάλι πολὺ αἷμα Χριστιανῶν. Ἤταν ἔδω που θυμήθηκά τις λέξεις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στο Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅτι τὸ αἷμα θὰ ἔφτανε ὡς τὸ χαλινάρι τοῦ ἀλόγου. Σκέφτηκα: «Θεέ μου σῶσε μας!» Ἐκείνη τῇ στιγμῇ εἴδα Ἀγγέλους να πετοῦν καὶ να ψάλουν « Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ»!
Ταὐτὸν
    Ο γέροντας κοίταξε πίσω καὶ ἄρχισε να λέει: «Μὴ λυπᾶσαι, γιατὶ σύντομα, πολὺ σύντομα θὰ ἔρθει τὸ τέλος τοῦ κόσμου! Προσευχήσου στον Κύριο. Ὁ Θεὸς εἲναι εὔσπλαχνος στους ὑπηρέτες τοῦ». Ὁ καιρὸς πλησίαζε στο τέλος τοῦ. Ἔδειξε στην Ἀνατολὴ , ἔπεσε στα γόνατα καὶ ἄρχισε να προσεύχεται. Κι ἐγὼ προσευχήθηκα μαζὶ τοῦ. Μετὰ ὁ γέροντας ἄρχισε να ἀπομακρύνεται γρήγορα ἀπὸ τῇ γῇ εἰς τάς οὐρανίους μονάς. Καθὼς ἔκανε αὐτό, θυμήθηκα ὅτι δὲ γνώριζα τὸ ὄνομά του καὶ ἔτσι ἰκέτεψα δυνατά: «Πάτερ πιὸ εἲναι τὸ ὄνομά σου;» Τρυφερὰ ἀπάντησε: «Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ».
       Ἕνα μεγάλο κουδούνι χτύπησε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, ἄκουσα τὸν ἦχο καὶ σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι. « Κύριε, εὐλόγησε καὶ βοήθησε μὲ μέσῳ τῶν προσευχῶν τοῦ Ἁγίου Γέροντα! Μὲ φώτισες, τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλό σου, τὸν ἱερέα τῆς Κροστάνδης.»

diaxoristiko 241


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Πηγή: Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο από το « Voronezh Eparchy Messenger " #11,1992.

   1. O όρος στάρετς (γέροντας) υποδηλώνει ένα μοναχό ή σε κάποιες περιπτώσεις ένα έγγαμο ιερέα, οποίος ζεί μια εξαιρετικά άγια ζωή. Ο στάρετς σημειώνεται για την θεοσεβή ζωή του, για τον ασκητισμό του-σωματικό και πνευματικό και για την ικανότητά του να οδηγεί άλλους στον δρόμο προς την σωτηρία.
   2. Βλέπε Ματθ. 2:16-18. Η σφαγή των νηπίων τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 29 Δεκεμβρίου ως εορτή των αθώων νηπίων σφαγιασθέντων υπό του Ηρώδη του Βασιλέως.
   3. Η φράση το βδέλυγμα της ερημώσεως είναι από την προφητεία του Δανιήλ 12:11.
   4. Πρόσφορο είναι το ψωμί που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία.
   5. Ο Νόμος του θεού που είναι γνωστός στα Ρωσικά σαν Zakon Bozhij , αποτελεί κατηχητικό βιβλίο της Εκκλησίας.
   6. Παννυχίδα λέγεται η ακολουθία του μνημοσύνου για τους κεκοιμημένους (τεθνεώτας) που τελείται στο κοιμητήριο ή στην εκκλησία. Ο Μάρτυρας και Άγιος, Τσάρος Νικόλαος II και η οικογένειά του δολοφονήθηκαν με κτηνώδη τρόπο το 1918 . Οι κομμουνιστές εκτελώντας εντολές του Βλαντιμήρ Λένιν έκαψαν τα σώματά τους με οξύ και τα έθαψαν στο δάσος που βρίσκεται έξω από το Ekaterinburg . Περίπου για 75 χρόνια η ύπαρξη του τάφου παρέμενε άγνωστη ως ότου μια ειδική επιτροπή βρήκε και εκταφίασε τα σώματά τους.
   7. Vosduch είναι ο αέρας που σκεπάζει τα Θεία δώρα.

https://www.fos-ilaron.gr/index.php/%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%BF/220-%CF%84%CE%BF-%CE%BF%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CE%B9%CF%89%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B7%CF%83-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF