Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Μεγάλη Εβδομάς-Μεγάλη Παρασκευή εσπέρας (Όρθρος Μ. Σαββάτου)

Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ, τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν, δι᾿ ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε.

Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία.
Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.

Το Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στο Πόντιο Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες διότι, καθώς έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα κηρύξουν έπειτα στο λαό ως αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμη ζούσε· και τότε θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη της πρώτης». Αυτά αφού είπαν στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για ασφάλεια του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.

Αγίου Ἰωάννου του Χρυσοστόμου

«Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον...

τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας»

Σήμερον γὰρ τὰ ἐν ᾅδου περιπολεῖ πάντα ὁ Δεσπότης ἡμῶν· σήμερον τὰς χαλκᾶς πύλας συνέκλασε· σήμερον τοὺς μοχλοὺς τοὺς σιδηροῦς συνέθλασεν. Ὅρα τὴν ἀκρίβειαν τῆς λέξεως. Οὐκ εἶπεν, Ἀνέῳξε πύλας χαλκᾶς, ἀλλά, «Συνέθλασε πύλας χαλκᾶς» (Ψαλμ. 106, 16· Ἡσ. 45,2), ἵνα ἄχρηστον γένηται τὸ δεσμωτήριον. Οὐκ ἀφεῖλε τοὺς μοχλούς, ἀλλά συνέθλασεν, ἵνα ἀσθενὴς γένηται ἡ φυλακή. Ὅπου γε οὔτε θύρα, οὔτε μοχλός, κἂν εἰσέλθῃ τις, οὐκ κατέχεται. Ὅταν οὖν ὁ Χριστὸς συνθλάσῃ, τίς ἕτερος διορθῶσαι δυνήσεται; Ὃ γὰρ Θεὸς διαστρέψει, φησί, τίς διορθώσει λοιπόν; Οἱ βασιλεῖς ὅταν μέλλωσιν ἀφιέναι τοὺς δεσμώτας, πέμποντες ἐπιστολάς, οὐχ οὕτω ποιοῦσιν, ἀλλ᾿ ἀφιᾶσι καὶ τὰς θύρας καὶ τοὺς φύλακας, δηλοῦντες ὅτι εἰσελθεῖν πάλιν ἀνάγκη ἐκεῖ ἢ καὶ τοὺς ἀφεθέντας, ἢ ἑτέρους ἀντ᾿ ἐκείνων τινάς. Ὁ δὲ Χριστὸς οὐχ οὕτως· ἀλλὰ δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι τέλος ὁ θάνατος ἔχει, συνέθλασεν αὐτοῦ τὰς πύλας τὰς χαλκᾶς· χαλκᾶς δὲ ὠνόμασεν, οὐκ ἐπειδὴ ἀπὸ χαλκοῦ ἦσαν αἱ πύλαι, ἀλλὰ τὸ ἀπηνὲς καὶ ἀπαραίτητον τοῦ θανάτου δηλῶν...
Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς τὸν πόλεμον νικήσας τὸν πρὸς τὸν διάβολον, τὰ ὅπλα αὐτοῦ πάντα, τὸν θάνατον, τὴν κατάραν ἐκρέμασεν ἐφ᾿ ὑψηλοῦ τοῦ σταυροῦ, καθάπερ ἐπὶ τροπαίου τινός, ἵνα πάντες τὸ τρόπαιον βλέπουσιν, αἱ ἄνω δυνάμεις, αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οἱ κάτω ἄνθρωποι, οἱ ἐπὶ τῆς γῆς, αὐτοὶ οἱ πονηροὶ δαίμονες οἱ ἡττηθέντες. Ἐπειδὴ οὖν τοσαύτης ἀπελεύσαμεν δωρεᾶς, ἑαυτοὺς κατὰ δύναμιν ἀξίους ἐπιδείξωμεν τῶν ὑπηργμένων ἡμῖν ἀγαθῶν, ἵνα καὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν τύχωμεν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ καὶ μεθ᾿ οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, τιμή, κράτος, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἐκ τῆς ὁμιλίας Εἰς τό ὄνομα τοῦ κοιμητηρίου καί τόν σταυρόν, Migne, PG. 49, 393-398)

«Ὅταν κατέβηκες στὸ θάνατο...

νέκρωσες τὸν ᾅδη»

Σήμερα λοιπὸν ὁ Κύριός μας περιοδεύει στὸν ἅδη. Σήμερα ἔκαμε κομμάτια τὶς χάλκινες πύλες τοῦ ἅδη. Σήμερα σύντριψε τοὺς σιδερένιους μοχλούς. Πρόσεξε τὴν ἀκριβολογία. Δὲν εἶπε, Ἄνοιξε τὶς χάλκινες πύλες, μὰ εἶπε, Σύντριψε τὶς χάλκινες πύλες, γιὰ ν᾿ ἀχρηστέψει τὸ δεσμωτήριο. Δὲν ἔβγαλε τοὺς μοχλούς, ἀλλὰ τοὺς σύντριψε, γιὰ νὰ κάμει ἄχρηστο τὸ δεσμωτήριο. Ὅπου βέβαια δὲν ὑπάρχει οὔτε μοχλὸς ποὺ νὰ τὸ κλείνει, κι ἂν μπεῖ κανένας, δὲν ἐμποδίζεται νὰ βγεῖ. Ἀφοῦ λοιπὸν τὶς σύντριψε ὁ Χριστός, ποιός θὰ μπορέσει νὰ τὶς διορθώσει; Γιατὶ, ἂν χαλάσει, λέει, κάτι ὁ Θεός, ποιός θὰ τὸ διορθώσει; Οἱ βασιλεῖς, ὅταν πρόκειται ν᾿ ἀφήσουν ἐλεύθερους τοὺς φυλακισμένους, δὲν κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκαμε ὁ Χριστός, ἀλλὰ δίνουν διαταγὲς κι ἀφήνουν στὴ θέση τους καὶ τὶς πόρτες καὶ τοὺς φύλακες, δείχνοντας μ᾿ αὐτὸ πὼς θὰ χρειασθεῖ νὰ μποῦν πάλι ἐκεῖ μέσα ἢ ἐκεῖνοι ποὺ ἀποφυλακίσθηκαν, ἢ κάποιοι ἄλλοι στὴ θέση τους. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἔκαμε ἔτσι, μὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξει, ὅτι ὁ θάνατος πέθανε, σύντριψε τὶς χάλκινες πύλες του. Καὶ τὶς λέει χάλκινες, ὄχι γιατὶ ἦταν ἀπὸ χαλκό, μὰ γιατὶ ἤθελε νὰ δείξει πὼς ὁ θάνατος εἶναι σκληρὸς κι ἀσυγκίνητος...
Κέρδισε τὸν πόλεμο ποὺ ἔκαμε ἐνάντια στὸ διάβολο, κρέμασε ψηλὰ πάνω στὸ σταυρό, σὰν νὰ τὰ κρέμασε πάνω σὲ τρόπαιο, ὅλα τὰ ὅπλα τοῦ διαβόλου, τὸ θάνατο καὶ τὴν κατάρα, γιὰ νὰ βλέπουν ὅλοι τὸ τρόπαιο, οἱ δυνάμεις ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται πάνω στὴ γῆ, οἱ ἴδιοι οἱ νικημένοι πονηροὶ δαίμονες. Ἀφοῦ λοιπὸν μᾶς εὐεργέτησε τόσο πολύ, ἂς ἀποδείξουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι γιὰ τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ κερδίσουμε καὶ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἂς ἔχει δόξα, τιμὴ καὶ δύναμη, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἐκ τῆς ὁμιλίας Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κοιμητηρίου καὶ τὸν σταυρόν, Migne, PG. 49, 393-398)

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ταῖς Μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα·Τὰ μύρα τοῖς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστός, δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος.
Κοντάκιον
Ἦχος β'.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.


πηγαί: