Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Κυριακή Θ' Λουκά – Η παραβολή του άφρονος πλουσίου

Αποτέλεσμα εικόνας για ο αφρων πλουσιος
«Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
Ευαγγέλιο Απόστολος, σχολιασμός

Ευαγγέλιο: Λουκ. ιβ΄ 16-21
Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη θ λουκα ο σωτηρ αποστολος
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφό­ρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄ­­φρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμα­σας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέ­­γων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΦΡΟΣΥΝΗ
Σχετική εικόνα
«Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ μιὰ σύν­τομη δραματικὴ Παραβολὴ μᾶς παρουσίασε τὴ ζωὴ ἑνὸς πλουσίου, τὸν ὁ­­­­ποῖο ὁ Ἴδιος χαρακτήρισε «ἄφρονα». Καὶ ἦ­­­­ταν πράγματι «ἄφρων» ὁ ἄν­θρωπος αὐ­­­τός, ποὺ ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ προσ­κολλημένος στὰ πλούτη του καὶ τελικὰ πέθανε πρὶν προλάβει νὰ τὰ ἀπολαύσει.
Ἀξίζει λοιπὸν νὰ δοῦμε σήμερα γιατί ἡ ἐπιδίωξη ἀποκτήσεως πολλῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν εἶναι ἀφροσύνη.
1. Διότι γεμίζει μὲ ἄγχος καὶ ἀγωνία τὸν ἄνθρωπο
Αὐτοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, νομίζουν ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χαίρονται τὴ ζωή τους. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ἂς δοῦμε τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς: τὴν ἐξαιρετικὴ εὐφορία καὶ τὴν πλούσια σοδειά του ἀκολούθησαν βασανιστικὲς σκέψεις καὶ ἀγωνιώδεις μέριμνες: «Τί ποιήσω;» ἔλεγε... Καὶ στὴ συνέχεια ἡ πλεονεξία του τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ ἀπόφαση ποὺ τὸν περιέπλεξε σὲ ­μεγαλύτε­ρες περιπέτειες: «Καθελῶ μου τὰς ἀ­ποθή-κας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω», εἶπε. Ἀποφάσισε δηλαδὴ νὰ ­γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ κτίσει καινούργιες, ἐνῶ στὸ μεταξὺ ἔπρεπε νὰ ἀσφαλίσει καὶ τὰ ἤδη ὑπάρχοντα. Στ’ ἀλήθεια, πό­σες φασαρίες, ἔξοδα, πονοκεφάλους, προβλήματα καὶ ἐντάσεις προκάλεσε αὐ­τὴ ἡ ἀπόφασή του!
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ κάθε ἄν­θρωπο ποὺ μπαίνει στὴ λογικὴ τῆς ὑλιστικῆς καὶ καταναλωτικῆς ζωῆς. ­Ἀρχίζει ἕνα ἀσταμάτητο κυνήγι χρημάτων μὲ ὅλα τὰ ἔννομα καὶ ἄνομα μέσα, καὶ πο­­­τὲ δὲν ἡσυχάζει! Ἂν μάλιστα σὲ αὐτὰ προσ­θέσουμε τὸ ἐνδεχόμενο κλοπῆς ἢ ἀ­­­κόμη τὴν ἀπειλὴ μιᾶς οἰκονομικῆς κρίσεως, τότε εὔκολα ­καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζεῖ μονίμως στὴν ἀβεβαιότητα, στὸν φόβο καὶ τὴν ­ἀ­­­­γω­νία. Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες εἶ­­­ναι ­δυ­νατὸν κανεὶς νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγα­θά του;
2. Διότι ἠ ψυχὴ δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ
Ἐπιπλέον δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ψυχή, τὴν ὁποία μόνο στὸν ἄνθρωπο ἔχει χαρίσει ὁ Θεός, εἶναι πνεῦμα καὶ δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθά. Οἱ πόθοι της εἶναι ἄπειροι καὶ μόνο ὁ ἄπειρος καὶ τέλειος Θεὸς μπορεῖ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς λέει: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα΄ [41] 3) Δηλαδή, ἡ ψυχή μου διψάει τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Θεό. Τίποτα ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει πραγματι­κὰ παρὰ μόνο τὸ «ὄντως ἐφετόν», τὸ ἀ­­­ληθινὰ ἐπιθυμητὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
3. Διότι ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ τὸν θάνατο
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ φανερώνει κατεξο­χὴν τὴν ἀφροσύνη τῶν ὑλιστῶν εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι τὰ πλούτη τους θὰ τὰ ἔ­­­χουν διαρκῶς μαζί τους. Τὸν θάνατο οὔτε κὰν τὸν σκέπτονται. Αὐτὸ ἔπαθε κι ὁ δυστυχὴς πλούσιος τῆς Παραβολῆς, ὁ ὁποῖος ὀνειρευόταν φαγοπότια, ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις, ὅταν ἐντελῶς ξαφνικὰ κι ἀπρόσμενα τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος. Τότε ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου τὸ ἀδυ­σώ­πητο ἐρώτημα: «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἀνόητε ἄνθρωπε, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀσφάλισες στὶς νέες ἀποθῆκες σου, σὲ ποιὸν θὰ περιέλθουν; Αὐτὸς ἦταν ὁ θησαυρός σου· τώρα τί θὰ σοῦ μείνει;...
Δυστυχῶς πολλοὶ ἄνθρωποι πέφτουν στὴν ἴδια παγίδα. Καὶ προσκολ­λῶνται σὲ χρήματα, κτήματα καὶ πρά­γματα, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν ὅτι κάποτε θὰ τὰ ἀποχωριστοῦν. Διότι, ὅπως τίποτε δὲν φέραμε μαζί μας ὅταν γεννηθήκαμε, ἔτσι «οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 7). Ὅταν θὰ ­πεθάνουμε, τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας. Δὲν εἶναι ἀφροσύνη λοιπὸν νὰ ἀγωνιοῦμε καὶ νὰ κοπιάζουμε γιὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἐπίγεια καὶ φθαρτά;
Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ προβάλ­λει τὸ χρῆμα καὶ τὴν ὕλη ὡς ἀπαραίτητα γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ­ἀνθρώπου. Κι ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι μιὰ ἀπάτη! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ­ἀφροσύνη ἀ­­­­πὸ τὸ νὰ στηρίζεται κανεὶς στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὕλη. Ἂς μὴ μᾶς ­ἐντυπωσιάζουν λοιπὸν τὰ ­ἐφήμερα πλούτη, οἱ γήινες ἀ­­πολαύσεις καὶ τὰ πρόσ­καιρα ἀγαθά. Ἂς ποθήσουμε τὰ ὑ­­ψηλά, τὰ ἅγια, τὰ αἰώνια. Αὐτὰ ποὺ ἱκανοποιοῦν πρα­γματικὰ τὴν ψυχή μας καὶ ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη ἐπένδυση γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον μας!
Απόστολος: Γαλ. ς΄ 11-18
Σχετική εικόνα
Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. ὅσοι θέλου­σιν εὐπροσ­ωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται. οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμη­μέ­νοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀ­γὼ τῷ κόσμῳ. ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλ­λὰ καινὴ κτίσις. καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐ­τοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μη­δεὶς πα­ρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βα­στά­ζω. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ
1. Νεκροὶ γιὰ τὸν κόσμο
Στὸν ἐπίλογο τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστο­λῆς του ὁ ἀπόστολος Παῦλος ζητεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προσέχουν καὶ νὰ μὴν παρασύρονται ἀπὸ τοὺς ἰουδαΐζοντες ψευδοδιδασκάλους. Διότι εἶχαν παρουσιαστεῖ ἀρκετοὶ τέτοιοι μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ κήρυτταν ὅτι εἶναι τάχα ἀπαραίτητη γιὰ τὴν σωτηρία ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ἀκριβὴς τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
Καὶ γιατί τὰ ἔλεγαν αὐτά;... Τὸ ἀποκαλύπτει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος: Αὐτοί, λέγει, θέλουν νὰ ἐμφανίζονται «καλοὶ» στοὺς Ἰουδαίους μόνο καὶ μόνο ἀπὸ φόβο μήπως ὑποστοῦν διωγμοὺς γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Παρουσιάζονται ὡς ὑπέρμαχοι τῆς περιτομῆς καὶ τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου γιὰ νὰ ἀποφύγουν τοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς Ἰσραηλίτες. Κι ἐνῶ οἱ ἴδιοι δὲν τηροῦν μὲ ἀκρίβεια τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου, ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴν περιτομή, ὥστε νὰ ἔχουν ὡς καύχημα τὸ ὅτι ἔχουν ὀπαδούς.
Τέτοιο καύχημα ὅμως, τὸ ὁποῖο στηρίζεται στὴν κοσμικὴ ἐπιρροὴ καὶ στὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἐντελῶς μάταιο. Ποτὲ νὰ μὴ συμβεῖ, συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, νὰ καυχηθῶ ἐγὼ γιὰ τόσο εὐτελὴ καὶ μάταια πρά­γματα: «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰη­σοῦ Χριστοῦ»· δικό μου καύχημα εἶναι μόνο ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Κι ἐπειδὴ ἀκριβῶς πιστεύω στὴ δύναμη αὐτῆς τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ κόσμος δὲν μὲ ἐπηρεάζει πλέον. Ἔχει πεθάνει ὁ κόσμος γιὰ μένα κι ἐγὼ γιὰ τὸν κόσμο: «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ».
Ἔτσι ζοῦσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Χω­ρὶς νὰ σκέπτεται τί θὰ ποῦν οἱ ἄλλοι. Χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὰ θέλγητρα καὶ τὰ φόβητρα τοῦ κόσμου. Ἦταν σταθερὰ προσανατολισμένος στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε στὸ ἀποκορύφωμά της μὲ τὴ σταυρική Του θυσία.
Ἆραγε ἐμεῖς πόσο ἀνεπηρέαστοι εἴμαστε ἀπὸ τὸν κόσμο;... Μήπως, ἂν ἐρευνήσουμε βαθιὰ μέσα μας, θὰ βροῦμε ρι­­ζωμένο τὸ κοσμικὸ φρόνημα; Μήπως ὑπολογίζουμε πολὺ τὴ γνώμη τῶν ἄλλων καὶ προσπαθοῦμε νὰ κερδίσουμε τὴν εὔ­νοιά τους;... Ἀντέχουμε τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὴν περιφρόνηση;... Ἂν βλέπουμε ὅτι μᾶς ἑλκύουν τὰ ψεύτικα στολίδια τοῦ κόσμου, ὅπως εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα καὶ οἱ ἡδονές, καὶ μᾶς παρασύρουν οἱ ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του, τότε εἴμαστε αἰ­χμάλωτοι τοῦ κόσμου! Ὣς πότε ὅ­μως;... Καιρὸς νὰ ἀλλάξουμε τρόπο σκέψεως καὶ ζωῆς! Νὰ μετανοήσουμε. Νὰ νεκρώσουμε τὸ κοσμικὸ φρόνημα μέσα μας. Νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ νὰ μᾶς φωτίσει ὁ ἅγιος Θεός, ὥστε νὰ ἐκτιμήσουμε τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, γιὰ νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε εἰλικρινὰ καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ αὐταπάρνηση, ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ μᾶς κοστίσει. Αὐτὸ θὰ φέρει ριζικὴ ἀνακαίνιση στὴν ψυχή μας, ὅπως λέει στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος Ἀπόστολος.
2. «Καινὴ Κτίσις»
Γιὰ ὅσους ζοῦν πραγματικὰ τὴν κοινω­νία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἰσχύει οὔτε ἡ περιτομὴ οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλὰ «καινὴ κτίσις»· νέα κτίση καὶ δημιουργία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναγέννηση ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέφεται τὶς πονηρὲς σκέψεις καὶ ἐπιθυμίες καὶ ἀποκτᾶ νέα φρονήματα, νέες ἐπιθυμίες, καινούργια ζωή!
Κι ὅποιοι θ’ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο αὐτὸ καὶ τὸ νέο αὐτὸ τρόπο ζωῆς, ἂς ἔχουν πλούσια τὴ χάρη, τὴν εἰρήνη καὶ τὸ ἔλεος, εὔχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Αὐτὲς τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ ἀπολαμβάνει ἡ Ἐκκλησία, ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, ὁ νέος λαὸς ποὺ μὲ τὴν πίστη ἔγινε ἐκλεκτὸς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἀντικατέστησε τὸν παλαιὸ Ἰσραήλ.
Καὶ καταλήγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: Στὸ ἑξῆς ἂς μὴ μοῦ δημιουργεῖ κανεὶς κόπους καὶ ἐνοχλήσεις, ζητώντας ἀπὸ μένα νὰ ἀπολογοῦμαι γιὰ ὅσα κάνω. Διότι ἐγὼ βαστάζω στὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ποὺ δέχθηκα γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Καὶ οἱ πληγὲς αὐτὲς εἶναι ἡ ἀπολογία μου. 
Σᾶς εὔχομαι, ἀδελφοί, ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνισχύει καὶ νὰ ἐνδυναμώνει τὶς πνευ­μα­τικές σας δυνάμεις, ὥστε νὰ διατηρεῖτε πάντοτε τὸν ἁγια­σμὸ ποὺ σᾶς χάρισε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὅλοι ἐπιθυμοῦμε τὶς δωρεὲς αὐτὲς τοῦ Θεοῦ: τὴ χάρη, τὴν εἰρήνη, τὸ ἔλεος... Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔρθουν αὐτὲς οἱ δωρεές, χρειάζεται καὶ ἡ δική μας ὁλοπρόθυμη διάθεση νὰ στοιχήσουμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂν κάποιος δείχνει ἀδιαφορία καὶ ἀμετανοησία, σκληρότητα καὶ ὑπερηφάνεια, πῶς νὰ ἑλκύσει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ;... Μόνο ὅσοι ἀγωνίζονται νὰ ἐφαρμόζουν τὶς θεῖες ἐντολὲς στὴ ζωή τους, ἀποδεικνύουν ἔμπρακτα ὅτι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ ὁ πανάγαθος Κύριος τοὺς βραβεύει μὲ τὴν εἰρήνη καὶ τὸ πλούσιο ἔλεός Του. Καὶ τότε γίνονται πράγματι «καινὴ κτίσις», καινούργιοι ἄνθρωποι!